εμπαίκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμπαίκτης | οι | εμπαίκτες |
| γενική | του | εμπαίκτη | των | εμπαικτών |
| αιτιατική | τον | εμπαίκτη | τους | εμπαίκτες |
| κλητική | εμπαίκτη | εμπαίκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- (λαϊκότροπο) εμπαίχτης
Ετυμολογία
- εμπαίκτης < μεσαιωνική ελληνική ἐμπαίκτης < αρχαία ελληνική ἐμπαίζω (ἐν + παίζω)
Ουσιαστικό
εμπαίκτης αρσενικό (θηλυκό εμπαίκτρια)
- (λόγιο) αυτός που αρέσκεται να εμπαίζει τους άλλους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εμπαίκτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.