εμπαικτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπαικτικός | η | εμπαικτική | το | εμπαικτικό |
| γενική | του | εμπαικτικού | της | εμπαικτικής | του | εμπαικτικού |
| αιτιατική | τον | εμπαικτικό | την | εμπαικτική | το | εμπαικτικό |
| κλητική | εμπαικτικέ | εμπαικτική | εμπαικτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπαικτικοί | οι | εμπαικτικές | τα | εμπαικτικά |
| γενική | των | εμπαικτικών | των | εμπαικτικών | των | εμπαικτικών |
| αιτιατική | τους | εμπαικτικούς | τις | εμπαικτικές | τα | εμπαικτικά |
| κλητική | εμπαικτικοί | εμπαικτικές | εμπαικτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμπαικτικός < εμπαίζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εμπαίζω
Μεταφράσεις
εμπαικτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.