εμπαίκτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπαίκτρια οι εμπαίκτριες
      γενική της εμπαίκτριας των εμπαικτριών
    αιτιατική την εμπαίκτρια τις εμπαίκτριες
     κλητική εμπαίκτρια εμπαίκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπαίκτρια < θηλυκό του εμπαίκτης

Ουσιαστικό

εμπαίκτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.