εμμέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμέλεια οι εμμέλειες
      γενική της εμμέλειας των εμμελειών
    αιτιατική την εμμέλεια τις εμμέλειες
     κλητική εμμέλεια εμμέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμμέλεια < αρχαία ελληνική ἐμμέλεια < ἐμμελής < ἐν + μέλος

Ουσιαστικό

εμμέλεια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.