αρμονικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμονικότητα οι αρμονικότητες
      γενική της αρμονικότητας των αρμονικοτήτων
    αιτιατική την αρμονικότητα τις αρμονικότητες
     κλητική αρμονικότητα αρμονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμονικότητα < αρμονικός

Ουσιαστικό

αρμονικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα τού αρμονικού
    οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από αρμονικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.