εμβρυοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμβρυοπάθεια | οι | εμβρυοπάθειες |
| γενική | της | εμβρυοπάθειας | των | εμβρυοπαθειών |
| αιτιατική | την | εμβρυοπάθεια | τις | εμβρυοπάθειες |
| κλητική | εμβρυοπάθεια | εμβρυοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμβρυοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική embryofetopathy < αρχαία ελληνική ἔμβρυον + πάσχω
Ουσιαστικό
εμβρυοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) ανωμαλία ή δυσλειτουργία στην ανάπτυξη του εμβρύου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.