εμβρυοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβρυοκτόνος η εμβρυοκτόνα
& εμβρυοκτόνος
το εμβρυοκτόνο
      γενική του εμβρυοκτόνου της εμβρυοκτόνας
& εμβρυοκτόνου
του εμβρυοκτόνου
    αιτιατική τον εμβρυοκτόνο την εμβρυοκτόνα
& εμβρυοκτόνο
το εμβρυοκτόνο
     κλητική εμβρυοκτόνε εμβρυοκτόνα
& εμβρυοκτόνε
εμβρυοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβρυοκτόνοι οι εμβρυοκτόνες
& εμβρυοκτόνοι
τα εμβρυοκτόνα
      γενική των εμβρυοκτόνων των εμβρυοκτόνων των εμβρυοκτόνων
    αιτιατική τους εμβρυοκτόνους τις εμβρυοκτόνες
& εμβρυοκτόνους
τα εμβρυοκτόνα
     κλητική εμβρυοκτόνοι εμβρυοκτόνες
& εμβρυοκτόνοι
εμβρυοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμβρυοκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβρυοκτόνος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εμβρυο- + -κτόνος.

Προφορά

ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.oˈkto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμβρυοκτόνος

Επίθετο

εμβρυοκτόνος, -α / -ος, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.