ελληνομαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελληνομαθής | η | ελληνομαθής | το | ελληνομαθές |
| γενική | του | ελληνομαθούς* | της | ελληνομαθούς | του | ελληνομαθούς |
| αιτιατική | τον | ελληνομαθή | την | ελληνομαθή | το | ελληνομαθές |
| κλητική | ελληνομαθή(ς) | ελληνομαθής | ελληνομαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελληνομαθείς | οι | ελληνομαθείς | τα | ελληνομαθή |
| γενική | των | ελληνομαθών | των | ελληνομαθών | των | ελληνομαθών |
| αιτιατική | τους | ελληνομαθείς | τις | ελληνομαθείς | τα | ελληνομαθή |
| κλητική | ελληνομαθείς | ελληνομαθείς | ελληνομαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελληνομαθής < έλληνας + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
- (μαρτυρείται από το 1868)
Επίθετο
ελληνομαθής, -ής, -ές
- που γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και γενικότερα έχει γαλουχηθεί με την ελληνική κουλτούρα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ελληνομαθής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.