ελληνομάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ελληνομάχος οι ελληνομάχοι
      γενική του/της ελληνομάχου των ελληνομάχων
    αιτιατική τον/την ελληνομάχο τους/τις ελληνομάχους
     κλητική ελληνομάχε ελληνομάχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνομάχος < Έλληνας + -ο- + -μάχος

Ουσιαστικό

ελληνομάχος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.