ελευθεριοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελευθεριοκτόνος η ελευθεριοκτόνος
& ελευθεριοκτόνα
το ελευθεριοκτόνο
      γενική του ελευθεριοκτόνου της ελευθεριοκτόνου
& ελευθεριοκτόνας
του ελευθεριοκτόνου
    αιτιατική τον ελευθεριοκτόνο την ελευθεριοκτόνο
& ελευθεριοκτόνα
το ελευθεριοκτόνο
     κλητική ελευθεριοκτόνε ελευθεριοκτόνε
& ελευθεριοκτόνα
ελευθεριοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελευθεριοκτόνοι οι ελευθεριοκτόνοι
& ελευθεριοκτόνες
τα ελευθεριοκτόνα
      γενική των ελευθεριοκτόνων των ελευθεριοκτόνων των ελευθεριοκτόνων
    αιτιατική τους ελευθεριοκτόνους τις ελευθεριοκτόνους
& ελευθεριοκτόνες
τα ελευθεριοκτόνα
     κλητική ελευθεριοκτόνοι ελευθεριοκτόνοι
& ελευθεριοκτόνες
ελευθεριοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελευθεριοκτόνος < ελευθερία + -ο- + -κτόνος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική liberticide)

Επίθετο

ελευθεριοκτόνος, -ος, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.