μινόρε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μινόρε < (άμεσο δάνειο) ιταλική minore < λατινική minor < minuo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mi-nu < *mey- (μικρός, λίγος)

Επίθετο

μινόρε άκλιτο

  • (μουσική) ελάσσων (για μουσικές κλίμακες και συγχορδίες)

Ουσιαστικό

μινόρε ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.