εκφώνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκφώνημα τα εκφωνήματα
      γενική του εκφωνήματος των εκφωνημάτων
    αιτιατική το εκφώνημα τα εκφωνήματα
     κλητική εκφώνημα εκφωνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκφώνημα < ελληνιστική κοινή ἐκφώνημα < ἐκφωνέω / ἐκφωνῶ < αρχαία ελληνική φωνέω / φωνῶ < φωνή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική utterance)

Ουσιαστικό

εκφώνημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.