ενδόπλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενδόπλασμα | τα | ενδοπλάσματα |
| γενική | του | ενδοπλάσματος | των | ενδοπλασμάτων |
| αιτιατική | το | ενδόπλασμα | τα | ενδοπλάσματα |
| κλητική | ενδόπλασμα | ενδοπλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδόπλασμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endoplasme < αρχαία ελληνική ἔνδον + πλάσμα
Ουσιαστικό
ενδόπλασμα ουδέτερο
- (βιολογία): οποιοδήποτε κυτόπλασμα που βρίσκεται στη μεμβράνη του πλάσματος και του εκτοπλάσματος ενός κυττάρου.
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.