εκτραχηλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτραχηλισμένος | η | εκτραχηλισμένη | το | εκτραχηλισμένο |
| γενική | του | εκτραχηλισμένου | της | εκτραχηλισμένης | του | εκτραχηλισμένου |
| αιτιατική | τον | εκτραχηλισμένο | την | εκτραχηλισμένη | το | εκτραχηλισμένο |
| κλητική | εκτραχηλισμένε | εκτραχηλισμένη | εκτραχηλισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτραχηλισμένοι | οι | εκτραχηλισμένες | τα | εκτραχηλισμένα |
| γενική | των | εκτραχηλισμένων | των | εκτραχηλισμένων | των | εκτραχηλισμένων |
| αιτιατική | τους | εκτραχηλισμένους | τις | εκτραχηλισμένες | τα | εκτραχηλισμένα |
| κλητική | εκτραχηλισμένοι | εκτραχηλισμένες | εκτραχηλισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτραχηλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτραχηλίζομαι
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκτραχηλίζομαι και τράχηλος
Μεταφράσεις
εκτραχηλισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.