εκτιμώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτιμώμενος | η | εκτιμώμενη | το | εκτιμώμενο |
| γενική | του | εκτιμώμενου | της | εκτιμώμενης | του | εκτιμώμενου |
| αιτιατική | τον | εκτιμώμενο | την | εκτιμώμενη | το | εκτιμώμενο |
| κλητική | εκτιμώμενε | εκτιμώμενη | εκτιμώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτιμώμενοι | οι | εκτιμώμενες | τα | εκτιμώμενα |
| γενική | των | εκτιμώμενων | των | εκτιμώμενων | των | εκτιμώμενων |
| αιτιατική | τους | εκτιμώμενους | τις | εκτιμώμενες | τα | εκτιμώμενα |
| κλητική | εκτιμώμενοι | εκτιμώμενες | εκτιμώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
εκτιμώμενος,η,ο
- εκείνος που τον εκτιμούν ποσοτικά
- ↪ Ο εκτιμώμενος χρόνος αναμονής είναι 2 λεπτά
- (παρωχημένο) εκείνος που τον θεωρούν άξιο εκτίμησης για κάποιες αρετές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.