εκτελωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτελωνισμένος | η | εκτελωνισμένη | το | εκτελωνισμένο |
| γενική | του | εκτελωνισμένου | της | εκτελωνισμένης | του | εκτελωνισμένου |
| αιτιατική | τον | εκτελωνισμένο | την | εκτελωνισμένη | το | εκτελωνισμένο |
| κλητική | εκτελωνισμένε | εκτελωνισμένη | εκτελωνισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτελωνισμένοι | οι | εκτελωνισμένες | τα | εκτελωνισμένα |
| γενική | των | εκτελωνισμένων | των | εκτελωνισμένων | των | εκτελωνισμένων |
| αιτιατική | τους | εκτελωνισμένους | τις | εκτελωνισμένες | τα | εκτελωνισμένα |
| κλητική | εκτελωνισμένοι | εκτελωνισμένες | εκτελωνισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτελωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτελωνίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.te.lo.niˈzme.nos/
Μετοχή
εκτελωνισμένος -η -ο
- (για εμπορεύματα) που έχει εκτελωνιστεί, έχουν δηλαδή συμπληρωθεί όλα τα απαραίτητα έγγραφα και έχουν πληρωθεί οι νόμιμοι δασμοί ώστε να εισαχθεί στη χώρα
Μεταφράσεις
εκτελωνισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.