εκθέτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκθέτρια οι εκθέτριες
      γενική της εκθέτριας των εκθετριών
    αιτιατική την εκθέτρια τις εκθέτριες
     κλητική εκθέτρια εκθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκθέτρια < εκθέτης + -τρια

Ουσιαστικό

εκθέτρια θηλυκό

  • αυτή που παρουσιάζει έργα της ή προϊόντα της σε μια έκθεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.