εκσπερματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκσπερματισμός | οι | εκσπερματισμοί |
| γενική | του | εκσπερματισμού | των | εκσπερματισμών |
| αιτιατική | τον | εκσπερματισμό | τους | εκσπερματισμούς |
| κλητική | εκσπερματισμέ | εκσπερματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
εκσπερματισμός
|
→ δείτε τη λέξη εκσπερμάτιση |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.