εκσπερμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκσπερμάτωση | οι | εκσπερματώσεις |
| γενική | της | εκσπερμάτωσης* | των | εκσπερματώσεων |
| αιτιατική | την | εκσπερμάτωση | τις | εκσπερματώσεις |
| κλητική | εκσπερμάτωση | εκσπερματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκσπερματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκσπερμάτωση < εκσπερματώ(νω) + -ση[1]
Ταυτόσημο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εκσπερμάτωση
|
→ δείτε τη λέξη εκσπερμάτιση |
Αναφορές
- εκσπερμάτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.