εκσλαβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκσλαβισμός | οι | εκσλαβισμοί |
| γενική | του | εκσλαβισμού | των | εκσλαβισμών |
| αιτιατική | τον | εκσλαβισμό | τους | εκσλαβισμούς |
| κλητική | εκσλαβισμέ | εκσλαβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.