εκριζωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκριζωμένος η εκριζωμένη το εκριζωμένο
      γενική του εκριζωμένου της εκριζωμένης του εκριζωμένου
    αιτιατική τον εκριζωμένο την εκριζωμένη το εκριζωμένο
     κλητική εκριζωμένε εκριζωμένη εκριζωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκριζωμένοι οι εκριζωμένες τα εκριζωμένα
      γενική των εκριζωμένων των εκριζωμένων των εκριζωμένων
    αιτιατική τους εκριζωμένους τις εκριζωμένες τα εκριζωμένα
     κλητική εκριζωμένοι εκριζωμένες εκριζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκριζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκριζώνω

Μετοχή

εκριζωμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εκριζώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.