εκπροσωπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκπροσωπημένος | η | εκπροσωπημένη | το | εκπροσωπημένο |
| γενική | του | εκπροσωπημένου | της | εκπροσωπημένης | του | εκπροσωπημένου |
| αιτιατική | τον | εκπροσωπημένο | την | εκπροσωπημένη | το | εκπροσωπημένο |
| κλητική | εκπροσωπημένε | εκπροσωπημένη | εκπροσωπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκπροσωπημένοι | οι | εκπροσωπημένες | τα | εκπροσωπημένα |
| γενική | των | εκπροσωπημένων | των | εκπροσωπημένων | των | εκπροσωπημένων |
| αιτιατική | τους | εκπροσωπημένους | τις | εκπροσωπημένες | τα | εκπροσωπημένα |
| κλητική | εκπροσωπημένοι | εκπροσωπημένες | εκπροσωπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκπροσωπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπροσωπώ
Μεταφράσεις
εκπροσωπημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.