εκποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκποιημένος | η | εκποιημένη | το | εκποιημένο |
| γενική | του | εκποιημένου | της | εκποιημένης | του | εκποιημένου |
| αιτιατική | τον | εκποιημένο | την | εκποιημένη | το | εκποιημένο |
| κλητική | εκποιημένε | εκποιημένη | εκποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκποιημένοι | οι | εκποιημένες | τα | εκποιημένα |
| γενική | των | εκποιημένων | των | εκποιημένων | των | εκποιημένων |
| αιτιατική | τους | εκποιημένους | τις | εκποιημένες | τα | εκποιημένα |
| κλητική | εκποιημένοι | εκποιημένες | εκποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκποιώ
Μεταφράσεις
εκποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.