εκποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκποιώ < αρχαία ελληνική ἐκποιέω - ἐκποιῶ
Ρήμα
εκποιώ (παθητικό: εκποιούμαι)
Κλίση
- → δείτε τη λέξη ποιώ
Συγγενικά
- εκποίηση
- εκποιητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.