néant
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
néant
<
παλαιά γαλλική
nient
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ne.ɑ̃
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
néant
néants
néant
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
(
παρωχημένο
)
αντικείμενο
μηδενικής
αξίας
.
κενό
που δεν
υπάρχει
ακόμα· που δεν υπάρχει
πια
το
τέλος
, ο
θάνατος
η μη
ύπαρξη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.