εκμηδενιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκμηδενιστικός | η | εκμηδενιστική | το | εκμηδενιστικό |
| γενική | του | εκμηδενιστικού | της | εκμηδενιστικής | του | εκμηδενιστικού |
| αιτιατική | τον | εκμηδενιστικό | την | εκμηδενιστική | το | εκμηδενιστικό |
| κλητική | εκμηδενιστικέ | εκμηδενιστική | εκμηδενιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκμηδενιστικοί | οι | εκμηδενιστικές | τα | εκμηδενιστικά |
| γενική | των | εκμηδενιστικών | των | εκμηδενιστικών | των | εκμηδενιστικών |
| αιτιατική | τους | εκμηδενιστικούς | τις | εκμηδενιστικές | τα | εκμηδενιστικά |
| κλητική | εκμηδενιστικοί | εκμηδενιστικές | εκμηδενιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκμηδενιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εκμηδενιστικός
- που ακυρώνει, θεωρεί ασήμαντα, απορρίπτει ή αποδομεί τα πάντα
- φονικός
- (φιλοσοφικά μα συχνα μειωτικά) ο μηδενιστής
Μεταφράσεις
εκμηδενιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.