εκλέκτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εκλέκτορας | οι | εκλέκτορες |
| γενική | του του/της |
εκλέκτορα εκλέκτορος |
των | εκλεκτόρων |
| αιτιατική | τον/την | εκλέκτορα | τους/τις | εκλέκτορες |
| κλητική | εκλέκτορα | εκλέκτορες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκλέκτορας < (εκλέγω) εκλεκ- + -τωρ > -τορας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική électeur[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkle.kto.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλέ‐κτο‐ρας
Ουσιαστικό
εκλέκτορας αρσενικό ή θηλυκό (και προφορικό θηλυκό εκλεκτόρισσα)
- (πολιτική) που έχει το δικαίωμα να εκλέγει ανώτατο άρχοντα
Αναφορές
- εκλέκτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.