εκλεκτορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκλεκτορικός | η | εκλεκτορική | το | εκλεκτορικό |
| γενική | του | εκλεκτορικού | της | εκλεκτορικής | του | εκλεκτορικού |
| αιτιατική | τον | εκλεκτορικό | την | εκλεκτορική | το | εκλεκτορικό |
| κλητική | εκλεκτορικέ | εκλεκτορική | εκλεκτορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκλεκτορικοί | οι | εκλεκτορικές | τα | εκλεκτορικά |
| γενική | των | εκλεκτορικών | των | εκλεκτορικών | των | εκλεκτορικών |
| αιτιατική | τους | εκλεκτορικούς | τις | εκλεκτορικές | τα | εκλεκτορικά |
| κλητική | εκλεκτορικοί | εκλεκτορικές | εκλεκτορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκλεκτορικός < εκλέκτορας
Επίθετο
εκλεκτορικός -ή -ό
- που αναφέρεται στους ή αποτελείται από εκλέκτορες
- η υποψηφιότητα ενός πανεπιστημιακού διδασκάλου κρίνεται από 30μελές εκλεκτορικό σώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.