εκκοκκισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκκοκκισμένος | η | εκκοκκισμένη | το | εκκοκκισμένο |
| γενική | του | εκκοκκισμένου | της | εκκοκκισμένης | του | εκκοκκισμένου |
| αιτιατική | τον | εκκοκκισμένο | την | εκκοκκισμένη | το | εκκοκκισμένο |
| κλητική | εκκοκκισμένε | εκκοκκισμένη | εκκοκκισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκκοκκισμένοι | οι | εκκοκκισμένες | τα | εκκοκκισμένα |
| γενική | των | εκκοκκισμένων | των | εκκοκκισμένων | των | εκκοκκισμένων |
| αιτιατική | τους | εκκοκκισμένους | τις | εκκοκκισμένες | τα | εκκοκκισμένα |
| κλητική | εκκοκκισμένοι | εκκοκκισμένες | εκκοκκισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκκοκκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκκοκκίζω
Μεταφράσεις
εκκοκκισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.