εκκοκκίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκκοκκίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκκοκκίζω < ἐκ + κόκκος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική égrener)

Ρήμα

εκκοκκίζω

  • διαχωρίζω τους σπόρους ενός φυτικού καρπού βγάζοντας το περίβλημά τους
    Αγοράζουμε το βαμβάκι από τους αγρότες, το εκκοκκίζουμε και το καθαρίζουμε από κάθε ξένη ύλη.

Συνώνυμα

  • ξεσπυρίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.