εκκοκκίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκκοκκίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκκοκκίζω < ἐκ + κόκκος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική égrener)
Ρήμα
εκκοκκίζω
Συνώνυμα
- ξεσπυρίζω
Συγγενικά
- εκκόκκιση
- εκκοκκισμός
- εκκοκκιστήριο
- εκκοκκιστικός
- → δείτε τη λέξη κόκκος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκκοκκίζω | εκκόκκιζα | θα εκκοκκίζω | να εκκοκκίζω | εκκοκκίζοντας | |
| β' ενικ. | εκκοκκίζεις | εκκόκκιζες | θα εκκοκκίζεις | να εκκοκκίζεις | εκκόκκιζε | |
| γ' ενικ. | εκκοκκίζει | εκκόκκιζε | θα εκκοκκίζει | να εκκοκκίζει | ||
| α' πληθ. | εκκοκκίζουμε | εκκοκκίζαμε | θα εκκοκκίζουμε | να εκκοκκίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκκοκκίζετε | εκκοκκίζατε | θα εκκοκκίζετε | να εκκοκκίζετε | εκκοκκίζετε | |
| γ' πληθ. | εκκοκκίζουν(ε) | εκκόκκιζαν εκκοκκίζαν(ε) |
θα εκκοκκίζουν(ε) | να εκκοκκίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκκόκκισα | θα εκκοκκίσω | να εκκοκκίσω | εκκοκκίσει | ||
| β' ενικ. | εκκόκκισες | θα εκκοκκίσεις | να εκκοκκίσεις | εκκόκκισε | ||
| γ' ενικ. | εκκόκκισε | θα εκκοκκίσει | να εκκοκκίσει | |||
| α' πληθ. | εκκοκκίσαμε | θα εκκοκκίσουμε | να εκκοκκίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκκοκκίσατε | θα εκκοκκίσετε | να εκκοκκίσετε | εκκοκκίστε | ||
| γ' πληθ. | εκκόκκισαν εκκοκκίσαν(ε) |
θα εκκοκκίσουν(ε) | να εκκοκκίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκκοκκίσει | είχα εκκοκκίσει | θα έχω εκκοκκίσει | να έχω εκκοκκίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκκοκκίσει | είχες εκκοκκίσει | θα έχεις εκκοκκίσει | να έχεις εκκοκκίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκκοκκίσει | είχε εκκοκκίσει | θα έχει εκκοκκίσει | να έχει εκκοκκίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκκοκκίσει | είχαμε εκκοκκίσει | θα έχουμε εκκοκκίσει | να έχουμε εκκοκκίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκκοκκίσει | είχατε εκκοκκίσει | θα έχετε εκκοκκίσει | να έχετε εκκοκκίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκκοκκίσει | είχαν εκκοκκίσει | θα έχουν εκκοκκίσει | να έχουν εκκοκκίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.