εκδημοκρατισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκδημοκρατισμένος | η | εκδημοκρατισμένη | το | εκδημοκρατισμένο |
| γενική | του | εκδημοκρατισμένου | της | εκδημοκρατισμένης | του | εκδημοκρατισμένου |
| αιτιατική | τον | εκδημοκρατισμένο | την | εκδημοκρατισμένη | το | εκδημοκρατισμένο |
| κλητική | εκδημοκρατισμένε | εκδημοκρατισμένη | εκδημοκρατισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκδημοκρατισμένοι | οι | εκδημοκρατισμένες | τα | εκδημοκρατισμένα |
| γενική | των | εκδημοκρατισμένων | των | εκδημοκρατισμένων | των | εκδημοκρατισμένων |
| αιτιατική | τους | εκδημοκρατισμένους | τις | εκδημοκρατισμένες | τα | εκδημοκρατισμένα |
| κλητική | εκδημοκρατισμένοι | εκδημοκρατισμένες | εκδημοκρατισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκδημοκρατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκδημοκρατίζω
Μεταφράσεις
εκδημοκρατισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.