εκδημοκρατίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκδημοκρατίζω < εκ- + δημοκρατ(ία) + -ίζω, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική démocratiser < démocratique < αρχαία ελληνική δημοκρατικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.ði.mo.kɾaˈti.zo/

Ρήμα

εκδημοκρατίζω, αόρ.: εκδημοκράτισα, παθ.φωνή: εκδημοκρατίζομαι, π.αόρ.: εκδημοκρατίστηκα, μτχ.π.π.: εκδημοκρατισμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.