εκδημοκρατίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκδημοκρατίζω < εκ- + δημοκρατ(ία) + -ίζω, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική démocratiser < démocratique < αρχαία ελληνική δημοκρατικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.ði.mo.kɾaˈti.zo/
Ρήμα
εκδημοκρατίζω, αόρ.: εκδημοκράτισα, παθ.φωνή: εκδημοκρατίζομαι, π.αόρ.: εκδημοκρατίστηκα, μτχ.π.π.: εκδημοκρατισμένος
- κάνω ένα σύστημα δημοκρατικό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκδημοκρατίζω | εκδημοκράτιζα | θα εκδημοκρατίζω | να εκδημοκρατίζω | εκδημοκρατίζοντας | |
| β' ενικ. | εκδημοκρατίζεις | εκδημοκράτιζες | θα εκδημοκρατίζεις | να εκδημοκρατίζεις | εκδημοκράτιζε | |
| γ' ενικ. | εκδημοκρατίζει | εκδημοκράτιζε | θα εκδημοκρατίζει | να εκδημοκρατίζει | ||
| α' πληθ. | εκδημοκρατίζουμε | εκδημοκρατίζαμε | θα εκδημοκρατίζουμε | να εκδημοκρατίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκδημοκρατίζετε | εκδημοκρατίζατε | θα εκδημοκρατίζετε | να εκδημοκρατίζετε | εκδημοκρατίζετε | |
| γ' πληθ. | εκδημοκρατίζουν(ε) | εκδημοκράτιζαν εκδημοκρατίζαν(ε) |
θα εκδημοκρατίζουν(ε) | να εκδημοκρατίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκδημοκράτισα | θα εκδημοκρατίσω | να εκδημοκρατίσω | εκδημοκρατίσει | ||
| β' ενικ. | εκδημοκράτισες | θα εκδημοκρατίσεις | να εκδημοκρατίσεις | εκδημοκράτισε | ||
| γ' ενικ. | εκδημοκράτισε | θα εκδημοκρατίσει | να εκδημοκρατίσει | |||
| α' πληθ. | εκδημοκρατίσαμε | θα εκδημοκρατίσουμε | να εκδημοκρατίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκδημοκρατίσατε | θα εκδημοκρατίσετε | να εκδημοκρατίσετε | εκδημοκρατίστε | ||
| γ' πληθ. | εκδημοκράτισαν εκδημοκρατίσαν(ε) |
θα εκδημοκρατίσουν(ε) | να εκδημοκρατίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκδημοκρατίσει | είχα εκδημοκρατίσει | θα έχω εκδημοκρατίσει | να έχω εκδημοκρατίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκδημοκρατίσει | είχες εκδημοκρατίσει | θα έχεις εκδημοκρατίσει | να έχεις εκδημοκρατίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκδημοκρατίσει | είχε εκδημοκρατίσει | θα έχει εκδημοκρατίσει | να έχει εκδημοκρατίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκδημοκρατίσει | είχαμε εκδημοκρατίσει | θα έχουμε εκδημοκρατίσει | να έχουμε εκδημοκρατίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκδημοκρατίσει | είχατε εκδημοκρατίσει | θα έχετε εκδημοκρατίσει | να έχετε εκδημοκρατίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκδημοκρατίσει | είχαν εκδημοκρατίσει | θα έχουν εκδημοκρατίσει | να έχουν εκδημοκρατίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκδημοκρατίζομαι | εκδημοκρατιζόμουν(α) | θα εκδημοκρατίζομαι | να εκδημοκρατίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκδημοκρατίζεσαι | εκδημοκρατιζόσουν(α) | θα εκδημοκρατίζεσαι | να εκδημοκρατίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εκδημοκρατίζεται | εκδημοκρατιζόταν(ε) | θα εκδημοκρατίζεται | να εκδημοκρατίζεται | ||
| α' πληθ. | εκδημοκρατιζόμαστε | εκδημοκρατιζόμαστε εκδημοκρατιζόμασταν |
θα εκδημοκρατιζόμαστε | να εκδημοκρατιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκδημοκρατίζεστε | εκδημοκρατιζόσαστε εκδημοκρατιζόσασταν |
θα εκδημοκρατίζεστε | να εκδημοκρατίζεστε | (εκδημοκρατίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκδημοκρατίζονται | εκδημοκρατίζονταν εκδημοκρατιζόντουσαν |
θα εκδημοκρατίζονται | να εκδημοκρατίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκδημοκρατίστηκα | θα εκδημοκρατιστώ | να εκδημοκρατιστώ | εκδημοκρατιστεί | ||
| β' ενικ. | εκδημοκρατίστηκες | θα εκδημοκρατιστείς | να εκδημοκρατιστείς | εκδημοκρατίσου | ||
| γ' ενικ. | εκδημοκρατίστηκε | θα εκδημοκρατιστεί | να εκδημοκρατιστεί | |||
| α' πληθ. | εκδημοκρατιστήκαμε | θα εκδημοκρατιστούμε | να εκδημοκρατιστούμε | |||
| β' πληθ. | εκδημοκρατιστήκατε | θα εκδημοκρατιστείτε | να εκδημοκρατιστείτε | εκδημοκρατιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκδημοκρατίστηκαν εκδημοκρατιστήκαν(ε) |
θα εκδημοκρατιστούν(ε) | να εκδημοκρατιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκδημοκρατιστεί | είχα εκδημοκρατιστεί | θα έχω εκδημοκρατιστεί | να έχω εκδημοκρατιστεί | εκδημοκρατισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκδημοκρατιστεί | είχες εκδημοκρατιστεί | θα έχεις εκδημοκρατιστεί | να έχεις εκδημοκρατιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκδημοκρατιστεί | είχε εκδημοκρατιστεί | θα έχει εκδημοκρατιστεί | να έχει εκδημοκρατιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκδημοκρατιστεί | είχαμε εκδημοκρατιστεί | θα έχουμε εκδημοκρατιστεί | να έχουμε εκδημοκρατιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκδημοκρατιστεί | είχατε εκδημοκρατιστεί | θα έχετε εκδημοκρατιστεί | να έχετε εκδημοκρατιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκδημοκρατιστεί | είχαν εκδημοκρατιστεί | θα έχουν εκδημοκρατιστεί | να έχουν εκδημοκρατιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκδημοκρατισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκδημοκρατισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκδημοκρατισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκδημοκρατισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκδημοκρατισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκδημοκρατισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκδημοκρατισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκδημοκρατισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
εκδημοκρατίζω
Αναφορές
- εκδημοκρατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.