εκδίδων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκδίδων | η | εκδίδουσα | το | εκδίδον |
| γενική | του | εκδίδοντος & εκδίδοντα1 |
της | εκδίδουσας & εκδιδούσης* |
του | εκδίδοντος |
| αιτιατική | τον | εκδίδοντα | την | εκδίδουσα | το | εκδίδον |
| κλητική | εκδίδων | εκδίδουσα | εκδίδον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκδίδοντες | οι | εκδίδουσες | τα | εκδίδοντα |
| γενική | των | εκδιδόντων | των | εκδιδουσών | των | εκδιδόντων |
| αιτιατική | τους | εκδίδοντες | τις | εκδίδουσες | τα | εκδίδοντα |
| κλητική | εκδίδοντες | εκδίδουσες | εκδίδοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκδίδων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκδίδω → δείτε τη λέξη ἐκδίδωμι για την αρχαία μετοχή ενεργητικού ενεστώτος: ἐκδιδούς, ἐκδιδοῦσα, ἐκδιδοῦν
Μετοχή
εκδίδων, -ουσα, ον
- αυτός που εκδίδει
- ↪ Δείτε τις άνωθι πληροφορίες σχετικά με τις εκδίδουσες αρχές.
Συγγενικά
- εκδιδόμενος (αυτός που εκδίδεται)
- εκδούς (αυτός που εξέδωσε)
- εκδοθείς (αυτός που εκδόθηκε)
Μεταφράσεις
εκδίδων
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.