εκδοθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκδοθείς & εκδοθέντας |
η | εκδοθείσα | το | εκδοθέν |
| γενική | του | εκδοθέντος & εκδοθέντα |
της | εκδοθείσας & εκδοθείσης* |
του | εκδοθέντος |
| αιτιατική | τον | εκδοθέντα | την | εκδοθείσα | το | εκδοθέν |
| κλητική | εκδοθείς & εκδοθέντα |
εκδοθείσα | εκδοθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκδοθέντες | οι | εκδοθείσες | τα | εκδοθέντα |
| γενική | των | εκδοθέντων | των | εκδοθεισών | των | εκδοθέντων |
| αιτιατική | τους | εκδοθέντες | τις | εκδοθείσες | τα | εκδοθέντα |
| κλητική | εκδοθέντες | εκδοθείσες | εκδοθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκδοθείς < από την αρχαία μετοχή ἐκδοθείς, ἐκδοθεῖσα, ἐκδοθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος ἐκδίδωμι
Μετοχή
εκδοθείς, εκδοθείσα, εκδοθέν
- Οι εκδοθείσες αποφάσεις /εφημερίδες /διατάξεις /μετοχές
- Τα εκδοθέντα βιβλία
- Οι εκδοθέντες τόμοι /λογαριασμοί /νόμοι /κανονισμοί
- Το εκδοθέν διαβατήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.