εκδούς

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εκδούς < μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐκδίδωμι

Μετοχή

εκδούς, -ούσα, -ούν

  • (λόγιο) αυτός που εξέδωσε
    Η εκδούσα αρχήαρχή που εξέδωσε το εκάστοτε έγγραφο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.