εκβραχισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκβραχισμός | οι | εκβραχισμοί |
| γενική | του | εκβραχισμού | των | εκβραχισμών |
| αιτιατική | τον | εκβραχισμό | τους | εκβραχισμούς |
| κλητική | εκβραχισμέ | εκβραχισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκβραχισμός < εκβραχίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérochement)
Ουσιαστικό
εκβραχισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκβραχίζω, η αφαίρεση βράχων ή τμημάτων τους, προκειμένου να γίνει κάποια εργασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.