εκβραχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκβραχίζω < εκ- + βράχος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérocher)
Ρήμα
εκβραχίζω (παθητική φωνή: εκβραχίζομαι)
Συγγενικά
- εκβραχισμός
- εκβραχιστικός
- → δείτε τις λέξεις βράχος και βραχύς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκβραχίζω | εκβράχιζα | θα εκβραχίζω | να εκβραχίζω | εκβραχίζοντας | |
| β' ενικ. | εκβραχίζεις | εκβράχιζες | θα εκβραχίζεις | να εκβραχίζεις | εκβράχιζε | |
| γ' ενικ. | εκβραχίζει | εκβράχιζε | θα εκβραχίζει | να εκβραχίζει | ||
| α' πληθ. | εκβραχίζουμε | εκβραχίζαμε | θα εκβραχίζουμε | να εκβραχίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκβραχίζετε | εκβραχίζατε | θα εκβραχίζετε | να εκβραχίζετε | εκβραχίζετε | |
| γ' πληθ. | εκβραχίζουν(ε) | εκβράχιζαν εκβραχίζαν(ε) |
θα εκβραχίζουν(ε) | να εκβραχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκβράχισα | θα εκβραχίσω | να εκβραχίσω | εκβραχίσει | ||
| β' ενικ. | εκβράχισες | θα εκβραχίσεις | να εκβραχίσεις | εκβράχισε | ||
| γ' ενικ. | εκβράχισε | θα εκβραχίσει | να εκβραχίσει | |||
| α' πληθ. | εκβραχίσαμε | θα εκβραχίσουμε | να εκβραχίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκβραχίσατε | θα εκβραχίσετε | να εκβραχίσετε | εκβραχίστε | ||
| γ' πληθ. | εκβράχισαν εκβραχίσαν(ε) |
θα εκβραχίσουν(ε) | να εκβραχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκβραχίσει | είχα εκβραχίσει | θα έχω εκβραχίσει | να έχω εκβραχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκβραχίσει | είχες εκβραχίσει | θα έχεις εκβραχίσει | να έχεις εκβραχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκβραχίσει | είχε εκβραχίσει | θα έχει εκβραχίσει | να έχει εκβραχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκβραχίσει | είχαμε εκβραχίσει | θα έχουμε εκβραχίσει | να έχουμε εκβραχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκβραχίσει | είχατε εκβραχίσει | θα έχετε εκβραχίσει | να έχετε εκβραχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκβραχίσει | είχαν εκβραχίσει | θα έχουν εκβραχίσει | να έχουν εκβραχίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.