εκατοντάβαθμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκατοντάβαθμος | η | εκατοντάβαθμη | το | εκατοντάβαθμο |
| γενική | του | εκατοντάβαθμου | της | εκατοντάβαθμης | του | εκατοντάβαθμου |
| αιτιατική | τον | εκατοντάβαθμο | την | εκατοντάβαθμη | το | εκατοντάβαθμο |
| κλητική | εκατοντάβαθμε | εκατοντάβαθμη | εκατοντάβαθμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκατοντάβαθμοι | οι | εκατοντάβαθμες | τα | εκατοντάβαθμα |
| γενική | των | εκατοντάβαθμων | των | εκατοντάβαθμων | των | εκατοντάβαθμων |
| αιτιατική | τους | εκατοντάβαθμους | τις | εκατοντάβαθμες | τα | εκατοντάβαθμα |
| κλητική | εκατοντάβαθμοι | εκατοντάβαθμες | εκατοντάβαθμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκατοντάβαθμος < εκατοντα- + βαθμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centigrade[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ka.tonˈda.vaθ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κα‐το‐ντά‐βαθ‐μος
Μεταφράσεις
εκατοντάβαθμος
|
|
Αναφορές
- εκατοντάβαθμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.