εκατοντάβαθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκατοντάβαθμος η εκατοντάβαθμη το εκατοντάβαθμο
      γενική του εκατοντάβαθμου της εκατοντάβαθμης του εκατοντάβαθμου
    αιτιατική τον εκατοντάβαθμο την εκατοντάβαθμη το εκατοντάβαθμο
     κλητική εκατοντάβαθμε εκατοντάβαθμη εκατοντάβαθμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκατοντάβαθμοι οι εκατοντάβαθμες τα εκατοντάβαθμα
      γενική των εκατοντάβαθμων των εκατοντάβαθμων των εκατοντάβαθμων
    αιτιατική τους εκατοντάβαθμους τις εκατοντάβαθμες τα εκατοντάβαθμα
     κλητική εκατοντάβαθμοι εκατοντάβαθμες εκατοντάβαθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκατοντάβαθμος < εκατοντα- + βαθμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centigrade[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ka.tonˈda.vaθ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκατοντάβαθμος

Επίθετο

εκατοντάβαθμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.