εισήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εισήγηση | οι | εισηγήσεις |
| γενική | της | εισήγησης* | των | εισηγήσεων |
| αιτιατική | την | εισήγηση | τις | εισηγήσεις |
| κλητική | εισήγηση | εισηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εισηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εισήγηση < αρχαία ελληνική εἰσήγησις
Ουσιαστικό
εισήγηση θηλυκό
- το κείμενο, γραπτό ή προφορικό, που ανακοινώνεται σε μια ομάδα ανθρώπων και αποσκοπεί στην ενημέρωση πάνω σε συγκεκριμένο θέμα και στην υποβολή προτάσεων
- η εισαγωγή μιας υπόθεσης στον προϊστάμενο ή σε κάποια ανωτέρα αρχή
- εισήγηση για παραπομπή του κατηγορουμένου προς το Συμβούλιο Εφετών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εισήγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.