εικοσάλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εικοσάλεπτος | η | εικοσάλεπτη | το | εικοσάλεπτο |
| γενική | του | εικοσάλεπτου | της | εικοσάλεπτης | του | εικοσάλεπτου |
| αιτιατική | τον | εικοσάλεπτο | την | εικοσάλεπτη | το | εικοσάλεπτο |
| κλητική | εικοσάλεπτε | εικοσάλεπτη | εικοσάλεπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εικοσάλεπτοι | οι | εικοσάλεπτες | τα | εικοσάλεπτα |
| γενική | των | εικοσάλεπτων | των | εικοσάλεπτων | των | εικοσάλεπτων |
| αιτιατική | τους | εικοσάλεπτους | τις | εικοσάλεπτες | τα | εικοσάλεπτα |
| κλητική | εικοσάλεπτοι | εικοσάλεπτες | εικοσάλεπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.koˈsa.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σά‐λε‐πτος
Επίθετο
εικοσάλεπτος -η -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εικοσάλεπτος
|
|
Αναφορές
- εικοσάλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.