απεικαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απεικαστικός | η | απεικαστική | το | απεικαστικό |
| γενική | του | απεικαστικού | της | απεικαστικής | του | απεικαστικού |
| αιτιατική | τον | απεικαστικό | την | απεικαστική | το | απεικαστικό |
| κλητική | απεικαστικέ | απεικαστική | απεικαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απεικαστικοί | οι | απεικαστικές | τα | απεικαστικά |
| γενική | των | απεικαστικών | των | απεικαστικών | των | απεικαστικών |
| αιτιατική | τους | απεικαστικούς | τις | απεικαστικές | τα | απεικαστικά |
| κλητική | απεικαστικοί | απεικαστικές | απεικαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
απεικαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.