εικοτολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εικοτολογώ < (ελληνιστική κοινή) εἰκοτολογέω / εἰκοτολογῶ < αρχαία ελληνική εἰκοτολογία

Ρήμα

εικοτολογώ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.