βεβαιώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βεβαιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος βεβαιώνω, αρχαία ελληνική βεβαιοῦμαι

Ρήμα

βεβαιώνομαι

  • (στο γ' πρόσωπο) δηλώνεται από κάποιον η αλήθεια μιας πρότασης
    βεβαιώνεται ότι ο Χ είναι κάτοικος Αθηνών
  • διαπιστώνομαι από επίσημη αρχή
    μετά από σχετικό έλεγχο βεβαιώθηκαν 4 παραβάσεις από την Αγορανομία
  • καθίσταμαι βέβαιος για κάτι μετά από σχετικό έλεγχο
    για να βεβαιωθείς ότι έχω δίκιο, κοίταξε τι γράφει αυτό το βιβλίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.