ειδύλλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ειδύλλιο | τα | ειδύλλια |
| γενική | του | ειδυλλίου & ειδύλλιου |
των | ειδυλλίων |
| αιτιατική | το | ειδύλλιο | τα | ειδύλλια |
| κλητική | ειδύλλιο | ειδύλλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_Whisperings_of_Love_(1889).jpg.webp)
Οι ψίθυροι του Έρωτα (1889), του Αντόλφ Μπουγκερώ
Ετυμολογία
- ειδύλλιο < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον (για το λογοτεχνικό είδος)· για νεότερες σημασίες: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική idylle (< λατινική īdyllium < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον). Δείτε και εἶδος, -ύλλιον.
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈði.li.o/
Ουσιαστικό
ειδύλλιο ουδέτερο
Σημειώσεις
- στον πληθυντικό, Ειδύλλια, έργο του Θεόκριτου, γραμμένο γύρω στο 280 π.Χ.
Παράγωγα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.