ειδυλλιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδυλλιακός η ειδυλλιακή το ειδυλλιακό
      γενική του ειδυλλιακού της ειδυλλιακής του ειδυλλιακού
    αιτιατική τον ειδυλλιακό την ειδυλλιακή το ειδυλλιακό
     κλητική ειδυλλιακέ ειδυλλιακή ειδυλλιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδυλλιακοί οι ειδυλλιακές τα ειδυλλιακά
      γενική των ειδυλλιακών των ειδυλλιακών των ειδυλλιακών
    αιτιατική τους ειδυλλιακούς τις ειδυλλιακές τα ειδυλλιακά
     κλητική ειδυλλιακοί ειδυλλιακές ειδυλλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ειδυλλιακός < ειδύλλι(ον) < + -ακός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.li.aˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.ði.li.aˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.ði.li.aˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

ειδυλλιακός

  1. ευχάριστος, ιδανικός
    ειδυλλιακό τοπίο
  2. (λογοτεχνία) που έχει σχέση με το λογοτεχνικό είδος ειδύλλιο

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.