ειδυλλιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειδυλλιακός | η | ειδυλλιακή | το | ειδυλλιακό |
| γενική | του | ειδυλλιακού | της | ειδυλλιακής | του | ειδυλλιακού |
| αιτιατική | τον | ειδυλλιακό | την | ειδυλλιακή | το | ειδυλλιακό |
| κλητική | ειδυλλιακέ | ειδυλλιακή | ειδυλλιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειδυλλιακοί | οι | ειδυλλιακές | τα | ειδυλλιακά |
| γενική | των | ειδυλλιακών | των | ειδυλλιακών | των | ειδυλλιακών |
| αιτιατική | τους | ειδυλλιακούς | τις | ειδυλλιακές | τα | ειδυλλιακά |
| κλητική | ειδυλλιακοί | ειδυλλιακές | ειδυλλιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ειδυλλιακός < ειδύλλι(ον) < + -ακός
Επίθετο
ειδυλλιακός
- ευχάριστος, ιδανικός
- ↪ ειδυλλιακό τοπίο
- (λογοτεχνία) που έχει σχέση με το λογοτεχνικό είδος ειδύλλιο
Παράγωγα
- ειδυλλιακά
- ειδιυλλιακώς (παρωχημένο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.