κωμειδύλλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωμειδύλλιο τα κωμειδύλλια
      γενική του κωμειδύλλιου
& κωμειδυλλίου
των κωμειδύλλιων
& κωμειδυλλίων
    αιτιατική το κωμειδύλλιο τα κωμειδύλλια
     κλητική κωμειδύλλιο κωμειδύλλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωμειδύλλιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κωμειδύλλιον, απλολογία του κωμ(ωδία) + ειδύλλιον,[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vaudeville (comédie vaudeville)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.miˈði.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωμειδύλλιο

Ουσιαστικό

κωμειδύλλιο ουδέτερο

  • μουσική επιθεώρηση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. κωμειδύλλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.