idus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

idus < iduo=divido (διαιρώ: η μέρα που διαιρεί το μήνα σε δύο σχεδόν ίσα μέρη)

Ουσιαστικό

idus θηλυκό

  • ειδοί (η 15η του μηνός Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου και η 13η των υπολοίπων)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
idūs
γενική
-
iduum
δοτική
-
idibus
αιτιατική
-
idūs
κλητική
-
idūs
αφαιρετική
-
idibus
(δ' κλίση)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.