εθνοσωτήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εθνοσωτήριος | η | εθνοσωτήρια & εθνοσωτήριος |
το | εθνοσωτήριο |
| γενική | του | εθνοσωτήριου & εθνοσωτηρίου |
της | εθνοσωτήριας & εθνοσωτηρίου |
του | εθνοσωτήριου & εθνοσωτηρίου |
| αιτιατική | τον | εθνοσωτήριο | την | εθνοσωτήρια & εθνοσωτήριο |
το | εθνοσωτήριο |
| κλητική | εθνοσωτήριε | εθνοσωτήρια & εθνοσωτήριε |
εθνοσωτήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εθνοσωτήριοι | οι | εθνοσωτήριες & εθνοσωτήριοι |
τα | εθνοσωτήρια |
| γενική | των | εθνοσωτήριων & εθνοσωτηρίων |
των | εθνοσωτήριων & εθνοσωτηρίων |
των | εθνοσωτήριων & εθνοσωτηρίων |
| αιτιατική | τους | εθνοσωτήριους & εθνοσωτηρίους |
τις | εθνοσωτήριες & εθνοσωτηρίους |
τα | εθνοσωτήρια |
| κλητική | εθνοσωτήριοι | εθνοσωτήριες & εθνοσωτήριοι |
εθνοσωτήρια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εθνοσωτήριος < (καθαρεύουσα) ἐθνοσωτήριος < εθνοσωτήρ(ας) + -ιος. Μορφολογικά αναλύεται σε εθνο- (έθνος) + σωτήριος
Επίθετο
εθνοσωτήριος, -α/-ος, -ο
- (κυριολεκτικά ή ειρωνικό) που είναι σωτήριος για το έθνος
- ※ Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, […], κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου»
- Λήμμα «Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου» στη Βικιπαίδεια

- Λήμμα «Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου» στη Βικιπαίδεια
- ※ Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, […], κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου»
Μεταφράσεις
εθνοσωτήριος
|
|
Πηγές
- εθνοσωτήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.