εθνοσωτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνοσωτήριος η εθνοσωτήρια
& εθνοσωτήριος
το εθνοσωτήριο
      γενική του εθνοσωτήριου
& εθνοσωτηρίου
της εθνοσωτήριας
& εθνοσωτηρίου
του εθνοσωτήριου
& εθνοσωτηρίου
    αιτιατική τον εθνοσωτήριο την εθνοσωτήρια
& εθνοσωτήριο
το εθνοσωτήριο
     κλητική εθνοσωτήριε εθνοσωτήρια
& εθνοσωτήριε
εθνοσωτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνοσωτήριοι οι εθνοσωτήριες
& εθνοσωτήριοι
τα εθνοσωτήρια
      γενική των εθνοσωτήριων
& εθνοσωτηρίων
των εθνοσωτήριων
& εθνοσωτηρίων
των εθνοσωτήριων
& εθνοσωτηρίων
    αιτιατική τους εθνοσωτήριους
& εθνοσωτηρίους
τις εθνοσωτήριες
& εθνοσωτηρίους
τα εθνοσωτήρια
     κλητική εθνοσωτήριοι εθνοσωτήριες
& εθνοσωτήριοι
εθνοσωτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εθνοσωτήριος < (καθαρεύουσα) ἐθνοσωτήριος < εθνοσωτήρ(ας) + -ιος. Μορφολογικά αναλύεται σε εθνο- (έθνος) + σωτήριος

Επίθετο

εθνοσωτήριος, -α/-ος, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.