ἐθνοσωτήριος

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐθνοσωτήριος τὸ ἐθνοσωτήριον
      γενική τοῦ/τῆς ἐθνοσωτηρίου τοῦ ἐθνοσωτηρίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐθνοσωτηρί τῷ ἐθνοσωτηρί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐθνοσωτήριον τὸ ἐθνοσωτήριον
     κλητική ! ἐθνοσωτήριε ἐθνοσωτήριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐθνοσωτήριοι τὰ ἐθνοσωτήρια
      γενική τῶν ἐθνοσωτηρίων τῶν ἐθνοσωτηρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐθνοσωτηρίοις τοῖς ἐθνοσωτηρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐθνοσωτηρίους τὰ ἐθνοσωτήρια
     κλητική ! ἐθνοσωτήριοι ἐθνοσωτήρια
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐθνοσωτήριος <  δείτε τη λέξη εθνοσωτήριος

Επίθετο

ἐθνοσωτήριος, -ος, -ον

  • (καθαρεύουσα) εθνοσωτήριος
      Δυνάμει τῆς ἀπό 27. Ἰανουαρίου ὑπ’ ἀριθ. 1319. διαταγῆς τῆς ἐπί τῶν Ἐσωτερικῶν Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας λαμβάνομεν τήν τιμήν να ἀπευθύνομεν πρός ὑμᾶς τό ἔγκλειστον Ἀριστεῖον τῆς 3. Σεπτεμβρίου [1843] διά τά ὁποῖα ἐδείξατε λαμπρά αἰσθήματα ἐν τῇ Πρωτευούσῃ κατ’ ἐκείνην τήν ἐθνοσωτήριον ἡμέραν
    Γιώργος Λεκάκης, «Το Αριστείον της εθνοσωτηρίου ημέρας της 3ης Σεπτεμβρίου», Αρχείον Πολιτισμού.gr (Ιούλιος 2021)· πρόσβαση: 2021.09.09.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.