εθνοσωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εθνοσωτήρας | οι | εθνοσωτήρες |
| γενική | του | εθνοσωτήρα | των | εθνοσωτήρων |
| αιτιατική | τον | εθνοσωτήρα | τους | εθνοσωτήρες |
| κλητική | εθνοσωτήρα | εθνοσωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εθνοσωτήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.